- ὠπτημένος
- ὀπτάωroastperf part mp masc nom sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύζυμος — εὔζυμος, ον (ΑΜ) ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος] … Dictionary of Greek